κατσιποδιά

κατσιποδιά
η
1. ατυχία, κακοτυχία, γρουσουζιά
2. δυστροπία, ιδιοτροπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσικο-ποδιά με συγκοπή τής συλλαβής -κο-. Κατ' άλλους < ἀσυμποδιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατσιποδιάζω — [κατσιποδιά] 1. γίνομαι δύστροπος, δυστροπώ 2. μεμψιμοιρώ χωρίς αιτία, γκρινιάζω χωρίς λόγο 3. (για υποθέσεις εμπορίου, επιχειρήσεων κ.λπ.) αντιμετωπίζω δυσχέρειες 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατσιποδιασμένος, η, ο κακορίζικος …   Dictionary of Greek

  • κατσιποδιάρης — ο [κατσιποδιά] κακορίζικος, ελεεινός …   Dictionary of Greek

  • κατσιπόδιασμα — το [κατσιποδιάζω] κατσιποδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”